σφαιροειδῆ

σφαιροειδῆ
σφαιροειδής
globular
neut nom/voc/acc pl (attic epic doric)
σφαιροειδής
globular
masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic)
σφαιροειδής
globular
masc/fem acc sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σφαιροειδής — ές, ΝΜΑ 1. αυτός που μοιάζει με σφαίρα, σφαιρικός, στρογγυλός («διὸ δὴ καὶ σφαιροειδὲς... καὶ κυκλοτερὲς [τὸ σχῆμα τοῡ κόσμου] ἐτορνεύσατο», Πλάτ.) 2. το ουδ. ως ουσ. το σφαιροειδές στερεό τού οποίου το σχήμα ελάχιστα διαφέρει από το σχήμα τής… …   Dictionary of Greek

  • сферо́ид — а, м. спец. Поверхность, образуемая вращением эллипса около его малой оси. [От греч. σφαιροειδης шарообразный] …   Малый академический словарь

  • ДЕМОКРИТ —    • Democrltus,          Δημόκριτος, родился в городе Абдера между 470 460 гг. до Р. X., следовательно, был намного моложе Анаксагора и был еще в живых во времена Сократа. Отец его, рассказывают, был очень богат и угостил Ксеркса у себя в доме… …   Реальный словарь классических древностей

  • CATASPHAERUM Folium — Graece κατάσφαιρον, in l. 16. D. de Public. et Vectigal. Species pertinentes ad vectigal, puta cinnamomum, piper longum, piper album, folium catasphaerum, folium Barbaricum, costum, uti legi vult Salmasius: idem quod σφαιροειδὲς est, et… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Τροία — Αρχαία πόλη της Τρωάδας, περιοχής της βορειοδυτικής Μικράς Ασίας, την οποία οι Έλληνες την ονόμαζαν και Ίλιον. Η μυθική παράδοση, που μεταβιβάστηκε κυρίως με τα ομηρικά ποιήματα και τους Έλληνες τραγικούς ποιητές, ανήγαγε την αρχή της πόλης στον… …   Dictionary of Greek

  • αγγείο — I (Βοτ.). Το ξυλώδες στοιχείο που αποτελεί μέρος του κυκλοφορικού συστήματος των αγγειωδών φυτών· το σύνολο των α. συγκροτεί ένα πυκνό και πολύπλοκο δίκτυο αγωγών, που διατρέχει ολόκληρο το φυτικό σώμα από τις ρίζες έως τις νευρώσεις των φύλλων.… …   Dictionary of Greek

  • αγγειό — I (Βοτ.). Το ξυλώδες στοιχείο που αποτελεί μέρος του κυκλοφορικού συστήματος των αγγειωδών φυτών· το σύνολο των α. συγκροτεί ένα πυκνό και πολύπλοκο δίκτυο αγωγών, που διατρέχει ολόκληρο το φυτικό σώμα από τις ρίζες έως τις νευρώσεις των φύλλων.… …   Dictionary of Greek

  • γλουτός — ο (AM γλουτός) μία από τις δύο στρογγυλές προεξοχές στο κάτω άκρο τής ράχης, επάνω στις οποίες καθόμαστε νεοελλ. ναυτ. γλουτοί, οι τα καμπύλα μέρη τής πρύμνης τού πλοίου πάνω από την ίσαλο γραμμή αρχ. πληθ. γλουτοί, οἱ και ουδ. γλουτά, τά… …   Dictionary of Greek

  • διόδους — Γένος ψαριών της οικογένειας των διοδοντιδών, της τάξης των τετραοδοντοειδών, του είδους diοdon holacanthus. Ονομάζεται και σκαντζόχοιρος της θάλασσας γιατί το σώμα του καλύπτεται από αγκάθια, τα οποία ανασηκώνονται όταν το ψάρι βρίσκεται σε… …   Dictionary of Greek

  • ελαιοκράμβη — Φυτό ποώδες της οικογένειας των σταυρανθών (δικοτυλήδονα), που καλλιεργείται ειδικά στην κεντρική και βόρεια Ευρώπη καθώς και στην Ανατολή (Ινδία και Κίνα). Χρησιμοποιείται είτε ως ζωοτροφή είτε για παραγωγή σπερμάτων, από τα οποία εξάγεται με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”